ἐξιχνιάζει

ἐξιχνιάζει
ἐξιχνιάζω
pres ind mp 2nd sg
ἐξιχνιάζω
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξιχνιαστής — ο [εξιχνιάζω] αυτός που εξιχνιάζει, ο ανιχνευτής …   Dictionary of Greek

  • φώρος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ. και το λεξ. Σούδα) αυτός που εξιχνιάζει ή ανακαλύπτει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φώρ «κλέφτης». Πρόκειται πιθ. για τ. που απαντά μόνο στους γραμματικούς] …   Dictionary of Greek

  • εξιχνιαστής — ο αυτός που εξιχνιάζει, ο ανιχνευτής, ο ιχνηλάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”